-
1 πορθμεία
-
2 πορθμεῖα
-
3 πορθμεία
πορθμ-εία, ἡ,II conveyance by water, Str.5.3.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορθμεία
-
4 πορθμείας
πορθμείᾱς, πορθμείαferrying across: fem acc plπορθμείᾱς, πορθμείαferrying across: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 πορθμείαν
πορθμείᾱν, πορθμείαferrying across: fem acc sg (attic doric aeolic) -
6 παραλογίζομαι
παραλληλ-ίζομαι, in keeping accounts,A cheat, D.27.29, 41.30, Philem.32 : c. dupl. acc., defraud of,π. τρία ἡμιωβέλια τοὺς ναοποιούς Arist.Rh. 1374b26
, cf.Isoc. 12.243 ; reckon fraudulently,τὸν μισθόν LXX Ge.31.41
;τὰ πορθμεῖα Luc.DMort.4.1
: generally, defraud, τινα LXX Ge.29.25, PMagd.29.5 (iii B.C.) :—[voice] Pass.,δαπάνας παραλογισθείσας OGI665.15
(Egypt, i A.D.).2 mislead by fallacious reasoning,σφᾶς αὐτούς Isoc.Ep.6.12
;σαυτόν Aeschin.3.221
, Phld.Rh.1.134S.;ἀπάτῃ τινὶ π. τινάς Aeschin.1.117
; μεγάλα τὴν πόγιν π. Id.2.128 :— [voice] Pass., to be misled by fallacious reasoning,π. ἡ διάνοια ὑπό τινων Arist. Pol. 1307b35
, Iamb.Protr.2;αἰτίαις Phld.Lib.p.49
O.:—[voice] Pass. and [voice] Med. opposed,παραλογισθῆναι καὶ παραλογίσασθαι Arist. Top. 108a27
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραλογίζομαι
См. также в других словарях:
πορθμεία — ἡ Α [πορθμεύω] 1. η διαπόρθμευση, το πέρασμα στην απέναντι όχθη ή ακτή, η διά θαλάσσης μεταφορά 2. το επάγγελμα τού πορθμέα … Dictionary of Greek
πορθμεῖα — πορθμεῖον place for crossing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθμείας — πορθμείᾱς , πορθμεία ferrying across fem acc pl πορθμείᾱς , πορθμεία ferrying across fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθμείαν — πορθμείᾱν , πορθμεία ferrying across fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθμείο — το / πορθμεῑον, ιων. τ. πορθμήϊον, ΝΑ [πορθμός] 1. τόπος διαπόρθμευσης, δηλ. το σημείο απ όπου περνά κάποιος από ακτή σε ακτή ή από όχθη σε όχθη, πέραμα 2. σκάφος με το οποίο περνά κάποιος στην απέναντι όχθη ή ακτή («καὶ πορθμεῑα ἀνθρώπων μεστά,… … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… … Dictionary of Greek
λιμάνι — Προστατευμένη φυσική ή τεχνητή περιοχή σε παραλία, σε όχθη ποταμού ή λίμνης, που προσφέρεται για την ασφαλή παραμονή των πλοίων, όπου μέσω λιμενικών εγκαταστάσεων, τα πλοία έχουν τη δυνατότητα φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων, μεταφοράς επιβατών,… … Dictionary of Greek
ναυστολόγος — ναυστολόγος, ὁ (Α) 1. αυτός που εξοπλίζει πλοίο 2. στον πληθ. οἱ ναυστολόγοι τα πορθμεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύστης + λόγος*] … Dictionary of Greek
ναυτικός — ή, ὁ (ΑΜ ναυτικός, ή, όν) [ναύτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλοίο ή στη ναυτιλία 2. το αρσ. ως ουσ. ο ναυτικός αυτός που εργάζεται σε πλοίο είτε ως απλός ναύτης είτε ως βαθμοφόρος 3. το θηλ. ως ουσ. η ναυτική γνώση και εμπειρία ή… … Dictionary of Greek
πέραμα — Oνομασία 6 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 470 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (κάτ.) στον οποίο ανήκουν 8 κοινότητες. 2. Ημιορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 230 μ.), στην πρώην… … Dictionary of Greek